πολυστάφυλος: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυστάφυλος]], -ον, ΝΑ<br />([[ιδίως]] για [[αμπέλι]]) [[γεμάτος]] σταφύλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]]) αυτός που παράγει [[πολλά]] σταφύλια<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στάφυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φερε</i>-<i>στάφυλος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυστάφυλος]], -ον, ΝΑ<br />([[ιδίως]] για [[αμπέλι]]) [[γεμάτος]] σταφύλια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πόλη]]) αυτός που παράγει [[πολλά]] σταφύλια<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στάφυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>φερε</i>-<i>στάφυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυστάφῠλος:''' [ᾰ], -ον, [[πλούσιος]] σε σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστάφῠλος Medium diacritics: πολυστάφυλος Low diacritics: πολυστάφυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: polystáphylos Transliteration B: polystaphylos Transliteration C: polystafylos Beta Code: polusta/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A rich in grapes, of places, Il.2.507, S.Ant.1133 (lyr.); also Διόνυσε h.Hom.26.11; ἄμπελος Hecat.15J.

German (Pape)

[Seite 673] vieltraubig; Beiname einer Stadt, Il. 2, 507; Dionysos, H. H. 25, 7; ἀκτά, Soph. Ant. 1120; sp. D., wie in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σταφυλάς, Ἰλ. Β. 507, Ὕμν. Ὁμ. 25. 11, Σοφ. Ἀντ. 1133, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en raisins, en vignes.
Étymologie: πολύς, σταφυλή.

English (Autenrieth)

(σταφυλή): with many clusters, rich in grapes, Il. 2.507 and 537.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυστάφυλος, -ον, ΝΑ
(ιδίως για αμπέλι) γεμάτος σταφύλια
αρχ.
1. (για πόλη) αυτός που παράγει πολλά σταφύλια
2. προσωνυμία του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. φερε-στάφυλος].

Greek Monotonic

πολυστάφῠλος: [ᾰ], -ον, πλούσιος σε σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.