πολυφορία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολυφόρος]]<br />[[ευφορία]], [[πολυκαρπία]], [[γονιμότητα]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολυφόρος]]<br />[[ευφορία]], [[πολυκαρπία]], [[γονιμότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠφορία:''' ἡ, [[μεγάλη]] [[ευφορία]], [[παραγωγικότητα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφορία Medium diacritics: πολυφορία Low diacritics: πολυφορία Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: polyphoría Transliteration B: polyphoria Transliteration C: polyforia Beta Code: polufori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A productiveness, X.Oec.19.19, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, das Vieltragen, die Fruchtbarkeit, Xen. Oec. 19, 19 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφορία: ἡ, πολλὴ εὐφορία, Ξεν. Οἰκ. 19, 19, Πολυδ. Α΄ 240.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande fertilité.
Étymologie: πολυφόρος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολυφόρος
ευφορία, πολυκαρπία, γονιμότητα.

Greek Monotonic

πολῠφορία: ἡ, μεγάλη ευφορία, παραγωγικότητα, σε Ξεν.