πεντηκόντορος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / και [[πεντηκόντερος]], ΝΑ<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) παλαιότερος [[τύπος]], φορτηγού [[κυρίως]], πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε [[πριν]] από την [[καθιέρωση]] της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ [[σκαρί]], δεν είχε [[κατάστρωμα]], ενώ σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του υπήρχαν 25 [[κουπιά]] που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τριακόντ</i>-<i>ορος</i> / -<i>ερος</i>].
|mltxt=η / και [[πεντηκόντερος]], ΝΑ<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) παλαιότερος [[τύπος]], φορτηγού [[κυρίως]], πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε [[πριν]] από την [[καθιέρωση]] της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ [[σκαρί]], δεν είχε [[κατάστρωμα]], ενώ σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του υπήρχαν 25 [[κουπιά]] που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεντήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τριακόντ</i>-<i>ορος</i> / -<i>ερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντηκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), <i>ἡ</i>, φορτηγό [[πλοίο]] με [[πενήντα]] [[κουπιά]], σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόντορος Medium diacritics: πεντηκόντορος Low diacritics: πεντηκόντορος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: pentēkóntoros Transliteration B: pentēkontoros Transliteration C: pentikontoros Beta Code: penthko/ntoros

English (LSJ)

   A v. πεντηκόντερος.

German (Pape)

[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.

Greek Monolingual

η / και πεντηκόντερος, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) παλαιότερος τύπος, φορτηγού κυρίως, πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιήθηκε πριν από την καθιέρωση της τριήρους και το οποίο ήταν μακρύ σκαρί, δεν είχε κατάστρωμα, ενώ σε κάθε πλευρά του υπήρχαν 25 κουπιά που τά χειρίζονταν ισάριθμοι κωπηλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ορος / -ερος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τριακόντ-ορος / -ερος].

Greek Monotonic

πεντηκόντορος: (ενν. ναῦς), , φορτηγό πλοίο με πενήντα κουπιά, σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ.