πρόβα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(34) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΝ<br />[[δοκιμή]], [[ιδίως]] ενδύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δοκιμαστική [[εκτέλεση]] μουσικού ή θεατρικού έργου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόβα]] τζενεράλε» — η τελευταία γενική [[δοκιμή]] [[πριν]] από την [[παράσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>prova</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>probo</i> «[[δοκιμάζω]]»]. | |mltxt=ἡ, ΜΝ<br />[[δοκιμή]], [[ιδίως]] ενδύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δοκιμαστική [[εκτέλεση]] μουσικού ή θεατρικού έργου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόβα]] τζενεράλε» — η τελευταία γενική [[δοκιμή]] [[πριν]] από την [[παράσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>prova</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>probo</i> «[[δοκιμάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόβα:''' αντί <i>προβῆθι</i>, προστ. αορ. βʹ του [[προβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. poét. impér. ao. de προβαίνω.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].
Greek Monotonic
πρόβα: αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.