προδιαλέγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_4)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’entretenir auparavant, parler préalablement : [[περί]] τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαλέγομαι]].
|btext=s’entretenir auparavant, parler préalablement : [[περί]] τινος de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διαλέγομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προδιαλέγομαι:''' Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, [[μιλώ]] ή [[συζητώ]] από [[πριν]], σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.

French (Bailly abrégé)

s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.

Greek Monotonic

προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.