Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύπικρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />ο πολύ [[πικρός]], ο πολύ [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύπικρα</i><br />με πολύ πικρό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπίκρως]] Μ<br />με πολλή [[πίκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />ο πολύ [[πικρός]], ο πολύ [[θλιβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύπικρα</i><br />με πολύ πικρό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπίκρως]] Μ<br />με πολλή [[πίκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύπικρος:''' -ον, [[οξύς]] ή [[πικρός]]· <i>πολύπικρα</i> ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπικρος Medium diacritics: πολύπικρος Low diacritics: πολύπικρος Capitals: ΠΟΛΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: polýpikros Transliteration B: polypikros Transliteration C: polypikros Beta Code: polu/pikros

English (LSJ)

ον,

   A very keen or bitter: neut. pl. as Adv., Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.