προβόλιον: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />épieu de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβολος]]. | |btext=ου (τό) :<br />épieu de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβολος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προβόλιον:''' τό, υποκορ. του [[πρόβολος]] II, είδος [[δόρατος]] για [[κυνήγι]] βοοειδών, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 11,
A boar-spear, X.Cyn.10.1, Philostr. Im.1.2 codd. (προβοβίῳ Benndorf), 28: metaph., Hyp.Fr.167. II basket, Hsch.
German (Pape)
[Seite 712] τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.
Greek (Liddell-Scott)
προβόλιον: τό, ὑποκρ. τοῦ πρόβολος ΙΙ, «εἶδος τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
épieu de chasse.
Étymologie: πρόβολος.
Greek Monotonic
προβόλιον: τό, υποκορ. του πρόβολος II, είδος δόρατος για κυνήγι βοοειδών, σε Ξεν.