προσεξερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />στηρίζομαι [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[ὁπότε]] [[πεσόντες]] βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]]»].
|mltxt=Α<br />στηρίζομαι [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[ὁπότε]] [[πεσόντες]] βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεξερείδομαι:''' Παθ., [[υποστηρίζω]] κάποιον με, ταῖς [[χερσί]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξερείδομαι Medium diacritics: προσεξερείδομαι Low diacritics: προσεξερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosexereídomai Transliteration B: prosexereidomai Transliteration C: proseksereidomai Beta Code: prosecerei/domai

English (LSJ)

Med., aor. inf. -ερείσασθαι,

   A support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.

German (Pape)

[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.

French (Bailly abrégé)

s’appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.

Greek Monolingual

Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτιὁπότε πεσόντες βουληθεῑεν ἢ τοῑς γόνασιν ἢ ταῑς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Greek Monotonic

προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.