προσέτι: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />επί [[πλέον]], [[ακόμη]], [[εκτός]] τούτου (α. «[[προσέτι]] θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔτι</i> «[[μέχρι]] [[τώρα]], επί του παρόντος»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />επί [[πλέον]], [[ακόμη]], [[εκτός]] τούτου (α. «[[προσέτι]] θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔτι</i> «[[μέχρι]] [[τώρα]], επί του παρόντος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσέτῐ:''' επίρρ., πέρα και πάνω από, [[ακόμα]], [[εκτός]] από, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέτῐ Medium diacritics: προσέτι Low diacritics: προσέτι Capitals: ΠΡΟΣΕΤΙ
Transliteration A: proséti Transliteration B: proseti Transliteration C: proseti Beta Code: prose/ti

English (LSJ)

Adv.

   A over and above, besides, Hdt.1.41, Ar.Ach.984, Av. 855 (lyr.), Th.1.80, Pl.Phlb.30b, etc.; sts. separated by a word, πρὸς δ' ἔτι X.An.3.2.2, Cyr.6.2.18; προσέτι δέ SIG827 iii 4 (Delph., ii A.D.); both orders in X.Cyr.2.1.31.

German (Pape)

[Seite 763] noch dazu, obendrein, außerdem; Ar. Ach. 946 Av. 855 u. öfter; Her. 1, 41; Plat. Phil. 30 b u. öfter, u. A.; es wird auch zuweilen durch ein zwischengeschobenes Wort getrennt, z. B. πρὸς δ' ἔτι, Xen. An. 3, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσέτῐ: ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 41, Ἀριστοφ. Ἀχ. 984, Ὄρν. 865, Θουκ. 1. 80, Πλάτ. Φίληβ. 30Β, κτλ.· ἐνίοτε χωρίζεται διά τινος παρεμπιπτούσης λέξεως, πρὸς δ’ ἔτι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 2, Κύρ. 6. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

adv.
en outre, encore.
Étymologie: πρός, ἔτι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επί πλέον, ακόμη, εκτός τούτου (α. «προσέτι θαλάσσης ἐμπειρότατοι εἰσιν», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔτι «μέχρι τώρα, επί του παρόντος»].

Greek Monotonic

προσέτῐ: επίρρ., πέρα και πάνω από, ακόμα, εκτός από, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.