πρόσορμος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προσορμιστήριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρμος]] (ΙΙ), <b>πρβλ.</b> <i>ἔφ</i>-<i>ορμος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προσορμιστήριον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρμος]] (ΙΙ), <b>πρβλ.</b> <i>ἔφ</i>-<i>ορμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσορμος:''' ὁ, [[τόπος]] απόβασης, [[αραξοβόλι]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσορμος Medium diacritics: πρόσορμος Low diacritics: πρόσορμος Capitals: ΠΡΟΣΟΡΜΟΣ
Transliteration A: prósormos Transliteration B: prosormos Transliteration C: prosormos Beta Code: pro/sormos

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Str.14.3.8.

German (Pape)

[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ-ορμος].

Greek Monotonic

πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.