προσοικειόω: Difference between revisions
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />apparenter : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκειόω]]. | |btext=-ῶ :<br />apparenter : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκειόω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσοικειόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[απονέμω]] [[κάτι]] σε κάποιον ως δικό του, <i>τί τινι</i>, σε Στράβ.· <i>προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ</i>, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A assign to, Ἔφορος Κιμμερίοις προσοικειῶν τόπον Str.5.4.5. 2 associate with, προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ . . Plu.Ant.60. 3 adapt, Asp. in EN26.11. II Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9. 2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2; πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819. 3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.
German (Pape)
[Seite 774] verwandt, vertraut machen, med. sich Einen zum Freunde oder Vertrauten machen; οἱ προσῳκειωμένοι, die nächsten Anverwandten, D. Sic. u. a. Sp.; Plut. sagt Anton. 60 προσῳκείου δὲ ἑαυτὸν Ἡρακλεῖ κατὰ γένος καὶ Διονύσῳ κατὰ τὸν τοῦ βίου ζῆλον. – Uebh. sich Etwas zueignen, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσοικειόω: ἀπονέμω τι εἴς τινα ὡς οἰκεῖον αὐτῷ, τινί τι Στράβ. 244· - προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, παρίστανεν ἑαυτὸν οἰκεῖον πρός..., Πλουτ. Ἀντών. 60. ΙΙ. Παθ., οἰκειοῦμαι πρός τινα, τινι Κλήμ. Ἀλ. 488· οἱ προσῳκειωμένοι, οἱ πλησίον συγγενεῖς, Διόδ. 3. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apparenter : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: πρός, οἰκειόω.
Greek Monotonic
προσοικειόω: μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον ως δικό του, τί τινι, σε Στράβ.· προσῳκείου ἑαυτὸν Ἀντώνιος Ἡρακλεῖ, συσχέτιζε τον εαυτό του με τον Ηρακλή, σε Πλούτ.