Πυθιόνικος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(SL_2) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Πῡθῐόνῑκος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[for]] a Pythian [[victory]] [[Πυθιόνικος]] [[ἑτοῖμος]] ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5) | |sltr=<b>Πῡθῐόνῑκος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[for]] a Pythian [[victory]] [[Πυθιόνικος]] [[ἑτοῖμος]] ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Πῡθιόνῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική [[νίκη]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of or belonging to a Pythian victory, Pi.P.6.5, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθιόνῑκος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς Πυθικὴν νίκην, Πινδ. Π. 6. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. Πυθιονίκης.
English (Slater)
Πῡθῐόνῑκος, -ον
1 for a Pythian victory Πυθιόνικος ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς (P. 6.5) Πυθιόνικον τιμὰν (P. 8.5)
Greek Monotonic
Πῡθιόνῑκος: -ον (νίκη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην Πυθική νίκη, σε Πίνδ.