σαρκίζω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>]<br />[[αφαιρώ]] την [[σάρκα]], [[γδέρνω]] («[[μετὰ]] δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=Α [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>]<br />[[αφαιρώ]] την [[σάρκα]], [[γδέρνω]] («[[μετὰ]] δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαρκίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[αφαιρώ]] τη [[σάρκα]], [[γδέρνω]], [[ξεψαχνίζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκίζω Medium diacritics: σαρκίζω Low diacritics: σαρκίζω Capitals: ΣΑΡΚΙΖΩ
Transliteration A: sarkízō Transliteration B: sarkizō Transliteration C: sarkizo Beta Code: sarki/zw

English (LSJ)

   A scrape clean of flesh, Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 863] = σαρκάζω, τὸ δέρμα, die Haut abziehen, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκίζω: ἀφαιρῶ, ἀποξέω τὴν σάρκα, Ἡρῳδιαν. 4. 64, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 233.

French (Bailly abrégé)

arracher par morceaux ; τὸ δέρμα HDT la peau.
Étymologie: σάρξ.

Greek Monolingual

Α σάρξ, σαρκός]
αφαιρώ την σάρκα, γδέρνωμετὰ δὲ σαρκίσας βοὸς πλευρῇ δέψει τῇσι χερσί», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

σαρκίζω: μέλ. -ίσω, αφαιρώ τη σάρκα, γδέρνω, ξεψαχνίζω, σε Ηρόδ.