σαγηνευτής: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν [[σαγηνεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν [[σαγηνεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰγηνευτής:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνευτής Medium diacritics: σαγηνευτής Low diacritics: σαγηνευτής Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sagēneutḗs Transliteration B: sagēneutēs Transliteration C: sagineftis Beta Code: saghneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,= foreg., Plu.2.966f, AP9.370 (Tib.Ill.).

German (Pape)

[Seite 857] ὁ, der Netzfischer; Tib. ill. 2 (IX, 370), Plut. sol. an. 10 M., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σαγηνευτής: -οῦ, ὁ, = τῶ προηγ., Πλούτ. 2. 966D, Ἀνθ. Π. 9. 370.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. σαγηνεύτρια και σαγηνεύτρα Ν σαγηνεύω
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει, που θέλγει
αρχ.
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.

Greek Monotonic

σᾰγηνευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ανθ.