προσεπίσταμαι: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] επί [[πλέον]].
|mltxt=Α [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] επί [[πλέον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπίσταμαι:''' αποθ., [[γνωρίζω]] [[επιπλέον]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

   A understand or know besides, τι Pl.Phdr.268b, Chrm.170b.

German (Pape)

[Seite 761] (ἐπίσταμαι), noch dazu verstehen, wissen, Plat. Phaedr. 268 b.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπίσταμαι: ἀποθ., ἐπίσταμαι προσέτι, τι Πλάτ. Φαῖδρ. 268Β, Γραμ. 170Β.

French (Bailly abrégé)

savoir en outre.
Étymologie: πρός, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

Α ἐπίσταμαι
γνωρίζω καλά κάτι επί πλέον.

Greek Monotonic

προσεπίσταμαι: αποθ., γνωρίζω επιπλέον, σε Πλάτ.