Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[σκάπτειρα]], Α<br />αυτός που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαπ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήρ</i> / <i>θρέπ</i>-<i>τειρα</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. [[σκάπτειρα]], Α<br />αυτός που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαπ</i>- του [[σκάπτω]] (<b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> / -<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θρεπ</i>-<i>τήρ</i> / <i>θρέπ</i>-<i>τειρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκαπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).