Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιτέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(Bailly1_4)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐσιτούμην, <i>f.</i> σιτήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιτήθην;<br />se nourrir : [[τι]] <i>ou</i> τινι de qch ; <i>fig. avec</i> acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐσιτούμην, <i>f.</i> σιτήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιτήθην;<br />se nourrir : [[τι]] <i>ou</i> τινι de qch ; <i>fig. avec</i> acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σιτέομαι:''' Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[σιτέσκοντο]]· μέλ. <i>σιτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσιτήθην</i>, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[σιτέσκοντο]], μέλ. <i>σιτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσιτήθην</i>, Δωρ. και ποιητ. [[σιτάθην]] ([[σῖτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[τροφή]], [[τρώω]], τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., τρέφομαι με [[κάτι]], [[τρώω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ.· μεταφ., [[σιτέομαι]] ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· <i>τὴν σοφίαν</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἐσιτούμην, f. σιτήσομαι, ao. ἐσιτήθην;
se nourrir : τι ou τινι de qch ; fig. avec acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, etc.).
Étymologie: σῖτος.

Greek Monotonic

σιτέομαι: Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο· μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο, μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Δωρ. και ποιητ. σιτάθην (σῖτος
1. λαμβάνω τροφή, τρώω, τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με αιτ., τρέφομαι με κάτι, τρώω κάτι, σε Ηρόδ.· μεταφ., σιτέομαι ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· τὴν σοφίαν, σε Αριστοφ.