ῥεκτήρ: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. [[ῥέκτειρα]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που πράττει, που κάνει [[κάτι]] (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταγίνεται με [[κάτι]] («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] (Ι) «[[πράττω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήρ</i>)]. | |mltxt=ὁ, θηλ. [[ῥέκτειρα]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που πράττει, που κάνει [[κάτι]] (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καταγίνεται με [[κάτι]] («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] (Ι) «[[πράττω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥεκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ῥέζω]]), εργαζόμενος, πράττων, [[εκτελεστής]], [[δράστης]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ῥέζω)
A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191. 2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.
German (Pape)
[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. ῥέκτης.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α
1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ.
β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)
2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].
Greek Monotonic
ῥεκτήρ: -ῆρος, ὁ (ῥέζω), εργαζόμενος, πράττων, εκτελεστής, δράστης, σε Ησίοδ.