σπαρνός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος (<b>πρβλ.</b> <i>σπαρ</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος (<b>πρβλ.</b> <i>σπαρ</i>-<i>τός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπαρνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[σπανός]], [[σπάνιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρνός Medium diacritics: σπαρνός Low diacritics: σπαρνός Capitals: ΣΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: sparnós Transliteration B: sparnos Transliteration C: sparnos Beta Code: sparno/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.

German (Pape)

[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).

Greek (Liddell-Scott)

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρ-τός)].

Greek Monotonic

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.