συγγείτων: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γείτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]], -<i>ονος</i>).
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[γειτονικός]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γείτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γείτων]], -<i>ονος</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγγείτων:''' -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, [[γειτονικός]], [[γείτονας]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγείτων Medium diacritics: συγγείτων Low diacritics: συγγείτων Capitals: ΣΥΓΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: syngeítōn Transliteration B: syngeitōn Transliteration C: syggeiton Beta Code: suggei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as Subst., PLond.5.1708.188.

German (Pape)

[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.

Greek (Liddell-Scott)

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monotonic

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.