στήδην: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με το [[ζύγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στη</i>- του [[ἵστημι]] με επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στά</i>-<i>δην</i>)]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με το [[ζύγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>στη</i>- του [[ἵστημι]] με επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στά</i>-<i>δην</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στήδην:''' επίρρ. = [[στάδην]] II, κατά το [[βάρος]], με το [[ζύγι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A = στάδην, by weight, Nic.Al.327.
German (Pape)
[Seite 940] adv., = στάδην 2, nach dem Gewicht, zugewogen, Nic. Al. 327.
Greek (Liddell-Scott)
στήδην: Ἐπίρρ. = στάδην ΙΙ, κατὰ τὸ βάρος, «μὲ τὸ ζύγι», Νικ. Ἀλεξιφ. 327.
French (Bailly abrégé)
adv.
au poids.
Étymologie: ἵστημι, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με το ζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη- του ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στά-δην)].