συμπεριπατέω: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]]. | |btext=-ῶ :<br />se promener autour de <i>ou</i> circuler avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιπατέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περπατώ]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.· απόλ., <i>οἱ συμπεριπατοῦντες</i>, σύντροφοι στο [[περπάτημα]], στην [[πορεία]] εδώ κι [[εκεί]], συνταξιδιώτες, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A walk round or about with, τινι Pl.Prt.314e, Men.117: abs., τοὺς συμπεριπατοῦντας their companions in walking round, Arist. Rh.1409b24, cf. J.Vit.63, Them.Or.22.269b.
German (Pape)
[Seite 986] mit, zugleich, zusammen umhergehen, τινί; Plat. Prot. 314 e; Men. bei D. L. 6, 93; Luc. bis acc. 32.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπᾰτέω: περιπατῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 1· ἀπολ., τοὺς συμπεριπατοῦντας, τοὺς μετ’ αὐτῶν περιπατοῦντας, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se promener autour de ou circuler avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιπατέω.
Greek Monotonic
συμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω, περπατώ εδώ κι εκεί, περιφέρομαι μαζί με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ συμπεριπατοῦντες, σύντροφοι στο περπάτημα, στην πορεία εδώ κι εκεί, συνταξιδιώτες, σε Αριστ.