συναποδιδράσκω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[δραπετεύω]] [[μαζί]] με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποδιδράσκω]] «[[δραπετεύω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[δραπετεύω]] [[μαζί]] με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποδιδράσκω]] «[[δραπετεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναποδιδράσκω:''' [[δραπετεύω]] μαζί με κάποιον· <i>ξυναποδρᾶναί τινι</i> (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A run away along with, ξυναποδρᾶναί τινι (aor. 2) Ar.Ra.81, cf. J.BJ1.8.6; aor. 1 part. συναποδράσαντος Luc.Asin.27.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. διδράσκω), mit oder zugleich weglaufen, κἂν ξυναποδρᾶναι δεῦρ' ἐπιχειρήσειέ μοι Ar. Ran. 81, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναποδιδράσκω: ἀποδιδράσκω ὁμοῦ μετά τινος, ξυναποδρᾶναί τινι (ἀόρ. β΄), Ἀριστοφ. Βάτρ. 81· ἀόρ. α΄ συναποδράσαντος, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 27.
French (Bailly abrégé)
ao. συναπέδρασα, ao.2 συναπέδραν;
s’enfuir ou s’échapper avec.
Étymologie: σύν, ἀποδιδράσκω.
Greek Monolingual
ΜΑ
δραπετεύω μαζί με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδιδράσκω «δραπετεύω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
δραπετεύω μαζί με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποδιδράσκω «δραπετεύω»].
Greek Monotonic
συναποδιδράσκω: δραπετεύω μαζί με κάποιον· ξυναποδρᾶναί τινι (απαρ. αορ. βʹ), σε Αριστοφ.