συνδιαταλαιπωρέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être également malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διά]], [[ταλαιπωρέω]].
|btext=-ῶ :<br />être également malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διά]], [[ταλαιπωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιατᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Low diacritics: συνδιαταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syndiatalaipōréō Transliteration B: syndiatalaipōreō Transliteration C: syndiatalaiporeo Beta Code: sundiatalaipwre/w

English (LSJ)

   A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.

German (Pape)

[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συνδιατᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.