συνεπάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συνεφάπτομαι]].
|mltxt=Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[συνεφάπτομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπάπτομαι:''' Ιων. αντί <i>συν-[[εφάπτομαι]]</i>.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπάπτομαι Medium diacritics: συνεπάπτομαι Low diacritics: συνεπάπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepáptomai Transliteration B: synepaptomai Transliteration C: synepaptomai Beta Code: sunepa/ptomai

English (LSJ)

Ion. for συνεφάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monotonic

συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.