συνεκκόπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[εκμηδενίζω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκόπτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκόπτω]] «[[αποκόπτω]], [[αφαιρώ]], [[εξαλείφω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[εκμηδενίζω]], [[εξαλείφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκόπτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποκόπτω]] επί [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκόπτω]] «[[αποκόπτω]], [[αφαιρώ]], [[εξαλείφω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκκόπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[κόβω]] από κοινού, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκόπτω Medium diacritics: συνεκκόπτω Low diacritics: συνεκκόπτω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: synekkóptō Transliteration B: synekkoptō Transliteration C: synekkopto Beta Code: sunekko/ptw

English (LSJ)

   A help to cut away, X.An.4.8.8.    2 excise also, Antyll. ap. Aët.7.74; τὴν πίστιν Plu.2.1101c.    3 cut off also, κλῆμα τὸ τοὺς βότρυας ἔχον συνεκκοπέντας Gloss.

German (Pape)

[Seite 1012] mit od. zugleich aushauen, abhauen, τὰ δένδρα Xen. An. 4, 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκόπτω: ἐκκόπτω ὁμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8· σ. τὴν πίστιν Πλούτ. 2. 1101C.

French (Bailly abrégé)

retrancher ou supprimer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκκόπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
εκμηδενίζω, εξαλείφω
αρχ.
1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.)
2. αποκόπτω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»].

Greek Monotonic

συνεκκόπτω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, κόβω από κοινού, σε Ξεν.