συνωθέω: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συνωθήσω <i>ou</i> συνώσω, <i>ao.</i> συνέωσα, <i>etc.</i><br />pousser <i>ou</i> presser ensemble, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠθέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συνωθήσω <i>ou</i> συνώσω, <i>ao.</i> συνέωσα, <i>etc.</i><br />pousser <i>ou</i> presser ensemble, <i>avec</i> [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠθέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνωθέω:''' μέλ. <i>-ωθήσω</i> και <i>-ώσω</i>, [[σπρώχνω]] μαζί, [[στριμώχνω]] ασκώντας [[πίεση]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A force together, compress forcibly, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Pl.Ti.58b; τὰ ὁμοιότατα μάλιστ' εἰς ταὐτόν ib.53a; πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενότατον X.Oec.18.8; τὸ πνεῦμα κατέχειν καὶ πρὸς τὴν λαγόνα συνωθεῖν Sor.2.59; ἡ φύσις . . σ. τὸπῦον εἰς τὰς παρακειμένας χώρας Gal.18(2).103:—Pass., συνέωσται εἰς αὑτό Pl.Ti.59e; συνωσθεῖσα ib.85e; εἰς μικρόν Arist.Resp.479b24; διὰ τὸ συνωθεῖσθαι πλεῖστον ἀέρα πρὸς ἄρκτον Thphr.Vent.2, cf. 53. 2 help to propel, βολήν App.Hann.22. II intr., force one's way in or rush in, Arist.Mir.838b8; ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Epicur.Fr.171 (nisi leg. ὁρμῆσαι).
Greek (Liddell-Scott)
συνωθέω: μέλλ. -ωθήσω καὶ -ώσω, ὠθῶ ὁμοῦ, στρυμώνω, σπρώχνω ὁμοῦ, τὰ σμικρὰ εἰς τὰ τῶν μεγάλων διάκενα Πλάτ. Τίμ. 58Β· εἰς ταὐτὸν αὐτόθι 53Α· εἰς μικρὸν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 2· πρὸς τὸν πόλον ὡς εἰς στενώτατον Ξενοφ. Οἰκον. 18. 8· ἐπὶ τὸ στρατεύεσθαι Ἀριστοκλ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 791Β· ― Παθητ., ξυνέωσται εἰς αὐτὸ Πλάτ. Τίμ. 59Ε· ξυνωσθεῖσα αὐτόθι 85Ε. ΙΙ. ἀμετάβ., διὰ τῆς βίας διέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 99.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. συνωθήσω ou συνώσω, ao. συνέωσα, etc.
pousser ou presser ensemble, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: σύν, ὠθέω.
Greek Monotonic
συνωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, σπρώχνω μαζί, στριμώχνω ασκώντας πίεση, σε Ξεν.