σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και λακων. τ. [[φαιρίδδω]] Α [[σφαῑρα]]<br />[[παίζω]] [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[μπάλα]] («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>σφαιρίζομαι</i><br />α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν [[μπάλα]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».
|mltxt=ΝΜΑ, και λακων. τ. [[φαιρίδδω]] Α [[σφαῑρα]]<br />[[παίζω]] [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[μπάλα]] («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>σφαιρίζομαι</i><br />α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν [[μπάλα]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφαιρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίζω]] με τη [[σφαίρα]], [[παίζω]] [[τόπι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίζω Medium diacritics: σφαιρίζω Low diacritics: σφαιρίζω Capitals: ΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: sphairízō Transliteration B: sphairizō Transliteration C: sfairizo Beta Code: sfairi/zw

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:—

   A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc.    II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α σφαῑρα
παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.)
αρχ.
παθ. σφαιρίζομαι
α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα
β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν».

Greek Monotonic

σφαιρίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, παίζω με τη σφαίρα, παίζω τόπι, σε Πλάτ.