συνομαρτέω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />accompagner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμαρτέω]]. | |btext=-ῶ :<br />accompagner.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμαρτέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοινού, [[παρακολουθώ]], <i>τινί</i>, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.
Greek (Liddell-Scott)
συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.
Greek Monotonic
συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.