συνθηρευτής: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συνθηρεύω]]<br />[[συνθηρατής]]. | |mltxt=ὁ, Α [[συνθηρεύω]]<br />[[συνθηρατής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνθηρευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[συνθηρατής]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.
Greek Monotonic
συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.