ταλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ταλασία]]<br />[[ταλασήϊος]].
|mltxt=-ον, Α [[ταλασία]]<br />[[ταλασήϊος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλάσιος:''' -ον (*[[τλάω]]), αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιος Medium diacritics: ταλάσιος Low diacritics: ταλάσιος Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: talásios Transliteration B: talasios Transliteration C: talasios Beta Code: tala/sios

English (LSJ)

ον,

   A = ταλασήϊος, ἔργα X.Oec.7.6.

German (Pape)

[Seite 1065] = ταλάσειος; ταλάσια ἔργα Xen. Oec. 7, 6, u. VLL.; vgl. Plut. qu. Rom. 31.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλάσιος: -ον, ἴδε ταλάσειος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’art de filer.
Étymologie: τλῆναι.

Greek Monolingual

-ον, Α ταλασία
ταλασήϊος.

Greek Monotonic

τᾰλάσιος: -ον (*τλάω), αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.