συρράσσω: Difference between revisions
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συρρήσσω]] και αττ. τ. συρράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον<br /><b>2.</b> (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάσσω]] / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]]»]. | |mltxt=και [[συρρήσσω]] και αττ. τ. συρράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον<br /><b>2.</b> (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάσσω]] / [[ῥήσσω]] «[[χτυπώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συρράσσω:''' Αττ. -ττω = [[συρρήγνυμι]] II, [[συγκρούομαι]], εμπλέκομαι σε [[μάχη]] με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. συρράττω,
A dash together, fight with, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Th.8.96; ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις X.HG4.3.19, cf. 7.5.16; σ. εἰς τὴν μάχην D.S.16.4; of ships, Id.20.51; of rivers, meet with a roar, Id.17.97; τοῦ κουφοτάτου καὶ βαρυτάτου . . συρραξάντων διαμάχη Ph.2.513.
Greek (Liddell-Scott)
συρράσσω: Ἀττ. -ττω, = συρρήγνυμι ΙΙ, (πρβλ. σύρραγμα), συγκρούομαι, μάχομαι πρός τινα, Λατ. confligere cum aliquo, ἄδηλον ὂν ὁπότε σφίσιν αὐτοῖς ξυρράξουσι Θουκ. 8. 96· ἀντιμέτωπος συνέρραξε τοῖς Θηβαίοις Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 19, πρβλ. 7. 5, 16· σ. εἰς τὴν μάχην Διόδ. 16. 4· ἐπὶ πλοίων, αὐτόθι 20. 51· ἐπὶ ποταμῶν, ὧν τὰ ὕδατα μετὰ πατάγου ἑνοῦνται, αὐτόθι 17. 97.
French (Bailly abrégé)
en venir aux mains, se heurter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ῥάσσω.
Greek Monolingual
και συρρήσσω και αττ. τ. συρράττω Α
1. συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάποιον
2. (για ποταμούς) συναντιέμαι με πάταγο («μεγάλων... ῥείθρων εἰς ἕνα τόπον συρραττόντων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ῥάσσω / ῥήσσω «χτυπώ»].
Greek Monotonic
συρράσσω: Αττ. -ττω = συρρήγνυμι II, συγκρούομαι, εμπλέκομαι σε μάχη με άλλους, με δοτ., σε Θουκ., Ξεν.