συνεκτίνω: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»]. | |mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεκτίνω:''' μέλ. -[[τίσω]] [ῑ], [[πληρώνω]] μαζί ή από κοινού με, [[συμβάλλω]] στην [[πληρωμή]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω,
A pay along with or together, help in paying, Id.Lg.855b, D.53.26, Plu.Rom.13.
German (Pape)
[Seite 1013] (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκτίνω: [ῐ], μέλλ -τίσω [ῑ], ἐκτίνω, πληρώνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.
French (Bailly abrégé)
acquitter avec, aider à acquitter.
Étymologie: σύν, ἐκτίνω.
Greek Monolingual
Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].
Greek Monolingual
Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].
Greek Monotonic
συνεκτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω μαζί ή από κοινού με, συμβάλλω στην πληρωμή, σε Δημ.