σύσσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύσσῑτος:''' ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο [[ομοτράπεζος]], [[συνδαιτυμόνας]], [[ομόσιτος]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσῑτος Medium diacritics: σύσσιτος Low diacritics: σύσσιτος Capitals: ΣΥΣΣΙΤΟΣ
Transliteration A: sýssitos Transliteration B: syssitos Transliteration C: syssitos Beta Code: su/ssitos

English (LSJ)

ὁ,

   A messmate, Thgn.309, Hdt.5.24, Ar.V.557 (anap.), Ra.1075 (anap.), Pl.602 (anap.), Pl.Lg.806e (ξυσσιτίων codd.), X.Cyr.8.7.14, Arist. Pol.1314a10; member of common-room of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1043] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ συνέστιος, Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσῑτος: ὁ, ὁ ὁμοῦ σιτούμενος, ὁμοῦ ἐσθίων, ὁμοτράπεζος, Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec ; ὁ σύσσιτος convive, commensal.
Étymologie: σύν, σῖτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].

Greek Monotonic

σύσσῑτος: ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας, ομόσιτος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.