σχοινοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπνο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν<br />αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[ακροβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο [[είδος]] Schoinobates volans, μήκους [[μέχρι]] 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοίνος]] / [[σχοινί]](<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υπνο</i>-[[βάτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχοινοβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβάτης]], [[schoenobates]] στον Ιουβεν.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβάτης Medium diacritics: σχοινοβάτης Low diacritics: σχοινοβάτης Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: schoinobátēs Transliteration B: schoinobatēs Transliteration C: schoinovatis Beta Code: sxoinoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω)

   A rope-dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινο-βᾰτία, lon. σχοινο-βᾰτίη, ἡ,

   A rope-dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινο-βᾰτική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης.

Greek Monotonic

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.