ταναίμυκος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]] («[[δέρμα]] ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>ταναί</i>-<i>μυκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[υψηλός]]» [[κατά]] τα συνθ. σε <i>ταλαι</i>-, <i>παλαι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλαί</i>-<i>πωρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]] («[[δέρμα]] ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>ταναί</i>-<i>μυκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταναός]] «[[υψηλός]]» [[κατά]] τα συνθ. σε <i>ταλαι</i>-, <i>παλαι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ταλαί</i>-<i>πωρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μυκῶμαι</i> «[[μουγγρίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰναίμῡκος:''' -ον, αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰναίμῡκος Medium diacritics: ταναίμυκος Low diacritics: ταναίμυκος Capitals: ΤΑΝΑΙΜΥΚΟΣ
Transliteration A: tanaímykos Transliteration B: tanaimykos Transliteration C: tanaimykos Beta Code: tanai/mukos

English (LSJ)

ον,

   A far-bellowing, βοῦς AP6.116 (Samus).

German (Pape)

[Seite 1066] weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναίμῡκος: -ον, ὁ, ἰσχυρῶς, μυκώμενος, ταναιμύκου βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116, πρβλ. ἐρίμυκος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mugissements prolongés.
Étymologie: ταναός, μυκάομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατάδέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί-μυκος < ταναός «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι-, παλαι- (πρβλ. ταλαί-πωρος) + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά-μυκος].

Greek Monotonic

τᾰναίμῡκος: -ον, αυτός που μουγκρίζει δυνατά, σε Ανθ.