τετρεμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς [[τετρεμαίνω]] καὶ πεφόβημαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τετραμαίνω]] κατ' [[επίδραση]] του [[τρέμω]].
|mltxt=ΜΑ<br />καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς [[τετρεμαίνω]] καὶ πεφόβημαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τετραμαίνω]] κατ' [[επίδραση]] του [[τρέμω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετρεμαίνω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[τρέμω]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρεμαίνω Medium diacritics: τετρεμαίνω Low diacritics: τετρεμαίνω Capitals: ΤΕΤΡΕΜΑΙΝΩ
Transliteration A: tetremaínō Transliteration B: tetremainō Transliteration C: tetremaino Beta Code: tetremai/nw

English (LSJ)

redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer.p.365 P.; cf. τετραμαίνω.

German (Pape)

[Seite 1100] aus τρέω gebildet, nur im praes. vorkommende verstärkte Form, zittern; Ar. Nubb. 294. 373; Xenarch. bei Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετρεμαίνω: κατ’ ἀναδιπλασιασμὸν τύπος τοῦ τρέμω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἱππ. 663F, Ἀριστοφ. Νεφ. 294, 374· ἀεὶ δὲ τετρεμαίνοντα καὶ φοβούμενον Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 19.

French (Bailly abrégé)

trembler, frissonner.
Étymologie: τρέμω.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τετραμαίνω κατ' επίδραση του τρέμω.

Greek Monotonic

τετρεμαίνω: αναδιπλ. τύπος του τρέμω, σε Αριστοφ.