ταὐτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ταὐτολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα [[ίδια]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο / [[ταὐτολόγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα [[ίδια]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταὐτολόγος:''' -ον, αυτός που επαναλαμβάνει ή λέει τα [[ίδια]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτολόγος Medium diacritics: ταὐτολόγος Low diacritics: ταυτολόγος Capitals: ΤΑΥΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: tautológos Transliteration B: tautologos Transliteration C: taftologos Beta Code: tau)to/logos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A repeating what has been said, tautologous, AP9.206 (Eupith.).

German (Pape)

[Seite 1074] dasselbe sagend, bereits Gesagtes wiederholend, Sp.; κανόνες, Eupith. (IX, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ταὐτολόγος: -ον, ὁ ταὐτολογῶν, ὁ ἐπαναλαμβάνων ἢ λέγων τὰ αὐτά, Ἀνθ. Π. 9. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui redit la même chose.
Étymologie: τὸ αὐτό, λέγω³.

Greek Monolingual

ο / ταὐτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

ταὐτολόγος: -ον, αυτός που επαναλαμβάνει ή λέει τα ίδια, σε Ανθ.