τετράχυτρος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπορεί να περιλάβει [[τέσσερεις]] χύτρες, [[δηλαδή]] ο πολύ [[ευρύχωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]])]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μπορεί να περιλάβει [[τέσσερεις]] χύτρες, [[δηλαδή]] ο πολύ [[ευρύχωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χυτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χύτρα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετράχυτρος:''' -ον ([[χύτρα]]), αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] χύτρες, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χυτρος (< χύτρα)].
Greek Monotonic
τετράχυτρος: -ον (χύτρα), αυτός που αποτελείται από τέσσερις χύτρες, σε Βατραχομ.