ταχυτής: Difference between revisions

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]] («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βιασύνη]], [[σπουδή]].
|mltxt=-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α [[ταχύς]]<br /><b>1.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]] («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βιασύνη]], [[σπουδή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχῠτής:''' -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, [[γρηγοράδα]], [[ταχύτητα]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠτής Medium diacritics: ταχυτής Low diacritics: ταχυτής Capitals: ΤΑΧΥΤΗΣ
Transliteration A: tachytḗs Transliteration B: tachytēs Transliteration C: tachytis Beta Code: taxuth/s

English (LSJ)

ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83),

   A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.

German (Pape)

[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.

English (Autenrieth)

ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.

Greek Monolingual

-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.

Greek Monotonic

τᾰχῠτής: -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.