τεφρώδης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[τεφρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τέφρα]]<br />αυτός που μοιάζει [[κατά]] το [[χρώμα]] με την [[τέφρα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τεφρώδες φως»<br /><b>αστρον.</b> το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο [[προς]] τη Γη [[τμήμα]] του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, [[κοντά]] στη [[φάση]] της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό [[ολόκληρο]] τον σεληνιακό δίσκο.
|mltxt=-ες / [[τεφρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τέφρα]]<br />αυτός που μοιάζει [[κατά]] το [[χρώμα]] με την [[τέφρα]], [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[τέφρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τεφρώδες φως»<br /><b>αστρον.</b> το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο [[προς]] τη Γη [[τμήμα]] του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, [[κοντά]] στη [[φάση]] της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό [[ολόκληρο]] τον σεληνιακό δίσκο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), σε Βάβρ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεφρώδης Medium diacritics: τεφρώδης Low diacritics: τεφρώδης Capitals: ΤΕΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: tephrṓdēs Transliteration B: tephrōdēs Transliteration C: tefrodis Beta Code: tefrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.

German (Pape)

[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.

Greek Monotonic

τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.