τριβελής: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>βελής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>βελής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐβελής:''' -ές ([[βέλος]]), αυτός που έχει [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].