τριγλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει [[μπαρμπούνια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τριγλοφόρος]] [[χιτών]]» — [[δίχτυ]] για [[αλιεία]] τρίγλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει [[μπαρμπούνια]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τριγλοφόρος]] [[χιτών]]» — [[δίχτυ]] για [[αλιεία]] τρίγλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγλη]] «[[μπαρμπούνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριγλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά [[μπαρμπούνια]], [[τριγλοφόρος]] [[χιτών]], [[δίχτυ]] για το [[πιάσιμο]], την [[αλίευση]] των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγλοφόρος Medium diacritics: τριγλοφόρος Low diacritics: τριγλοφόρος Capitals: ΤΡΙΓΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: triglophóros Transliteration B: triglophoros Transliteration C: trigloforos Beta Code: triglofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).

Greek (Liddell-Scott)

τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].

Greek Monotonic

τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.