τριγωνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνοειδώς]] / <i>τριγωνοειδῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[σχήμα]] τριγώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνοειδώς]] / <i>τριγωνοειδῶς</i> ΝΜΑ<br />με [[σχήμα]] τριγώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐγωνοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνοειδής Medium diacritics: τριγωνοειδής Low diacritics: τριγωνοειδής Capitals: ΤΡΙΓΩΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trigōnoeidḗs Transliteration B: trigōnoeidēs Transliteration C: trigonoeidis Beta Code: trigwnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A triangular-shaped, ῥαφαί Arist.HA516a19; Ἰταλία τῷ σχήματι τ. Plb.2.14.4; τ. δύναμις Theo Sm.p.37 H. Adv. -δῶς Eust. ad D.P.242.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τριγώνῳ, ἔχων σχῆμα τριγώνου, ῥαφαὶ τοῦ κρανίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 3˙ Ἰταλία τῷ σχήματι τρ. Πολύβ. 2. 14, 4, κλπ. Ἐπίρρ. τριγωνοειδῶς, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Ζ. 269 καὶ εἰς Διονύσ. Περιηγ. 242, 331.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de triangle, triangulaire.
Étymologie: τρίγωνον, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου.
επίρρ...
τριγωνοειδώς / τριγωνοειδῶς ΝΜΑ
με σχήμα τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον + -ειδής].

Greek Monotonic

τρῐγωνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα τριγώνου, σε Πολύβ.