τυμβήρης: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />ενταφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, ΜΑ<br />ενταφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-[[ήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυμβήρης:''' -ες,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όμοιος με τάφο, [[νεκρικός]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβήρης Medium diacritics: τυμβήρης Low diacritics: τυμβήρης Capitals: ΤΥΜΒΗΡΗΣ
Transliteration A: tymbḗrēs Transliteration B: tymbērēs Transliteration C: tymviris Beta Code: tumbh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A entombed, buried, ib. 255.    II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 ( = Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)

Greek (Liddell-Scott)

τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρεν-ήρης)].

Greek Monotonic

τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.