τυμβήρης
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ες,
A entombed, buried, ib. 255.
II grave-like, sepulchral, θάλαμος ib.947 (lyr.); ἕδρα Ar.Th. 889 (= Trag.Adesp.65). (v. -ήρης.)
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 enseveli;
2 sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος, ἄρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβήρης -ες [τύμβος] graf-:. ἐν τυμβήρῃ θαλάμῳ in een grafkamer Soph. Ant. 947.
German (Pape)
ες, mit einem Begräbnis versehen, begraben, im Grabe eingesperrt, Soph. Ant. 255; θάλαμος, grabähnlich, 938; ἕδρα, Ar. Th. 889.
Russian (Dvoretsky)
τυμβήρης:
1 положенный в могилу, погребенный Soph.;
2 намогильный (ἕδρα Arph.);
3 служащий могилой (θάλαμος Soph.).
Greek Monolingual
-ῆρες, ΜΑ
ενταφιασμένος
αρχ.
όμοιος με τύμβο, με τάφο («τάσδε τυμβήρεις ἕδρας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. φρενήρης)].
Greek Monotonic
τυμβήρης: -ες,
I. αυτός που βρίσκεται μέσα σε τάφο, θαμμένος, σε Σοφ.
II. όμοιος με τάφο, νεκρικός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβήρης: -ες, ἐντὸς τάφου ὤν, τεθαμμένος, Σοφ. Ἀντ. 255. ΙΙ. ὅμοιος τύμβῳ, νεκρικός, θάλαμος αὐτόθι 947· ἕδραι ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 889. (Ἴδε -ήρης).
Middle Liddell
τυμβ-ήρης, ες
I. entombed, Soph.
II. grave-like, sepulchral, Soph.