τρισάωρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πέθανε πολύ [[πριν]] της ώρας του, [[πάρα]] πολύ [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄωρος]] (Ι) «[[ἄγουρος]], [[άκαιρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πέθανε πολύ [[πριν]] της ώρας του, [[πάρα]] πολύ [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄωρος]] (Ι) «[[ἄγουρος]], [[άκαιρος]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισάωρος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[άκαιρος]], εξαιρετικά [[πρόωρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάωρος Medium diacritics: τρισάωρος Low diacritics: τρισάωρος Capitals: ΤΡΙΣΑΩΡΟΣ
Transliteration A: trisáōros Transliteration B: trisaōros Transliteration C: trisaoros Beta Code: trisa/wros

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A most untimely dead, AP7.527 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισάωρος: -ον, ὁ τρὶς ἄωρος, ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait hors de saison.
Étymologie: τρίς, ἄωρος¹.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πέθανε πολύ πριν της ώρας του, πάρα πολύ νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)].

Greek Monotonic

τρισάωρος: -ον, τρεις φορές άκαιρος, εξαιρετικά πρόωρος, σε Ανθ.