ὑπερθαύμαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[θαυμαστός]]<br />εξαιρετικά [[θαυμαστός]].
|mltxt=-ον, ΜΑ [[θαυμαστός]]<br />εξαιρετικά [[θαυμαστός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερθαύμαστος:''' -ον, ο πιο [[αξιοθαύμαστος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθαύμαστος Medium diacritics: ὑπερθαύμαστος Low diacritics: υπερθαύμαστος Capitals: ΥΠΕΡΘΑΥΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hyperthaúmastos Transliteration B: hyperthaumastos Transliteration C: yperthaymastos Beta Code: u(perqau/mastos

English (LSJ)

ον,

   A most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.