ὑπέρπονος: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[καταβεβλημένος]] από υπέρμετρους κόπους («διὰ [[γῆρας]] [[ὑπέρπονος]] γενόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />[[καταβεβλημένος]] από υπέρμετρους κόπους («διὰ [[γῆρας]] [[ὑπέρπονος]] γενόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>πονος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρπονος:''' -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρπονος Medium diacritics: ὑπέρπονος Low diacritics: υπέρπονος Capitals: ΥΠΕΡΠΟΝΟΣ
Transliteration A: hypérponos Transliteration B: hyperponos Transliteration C: yperponos Beta Code: u(pe/rponos

English (LSJ)

ον,

   A quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.

German (Pape)

[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épuisé par la fatigue ou la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπί-πονος)].

Greek Monotonic

ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.