τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισκατάρατος]], -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α<br />[[τρεις]] φορές [[καταραμένος]], [[επικατάρατος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίχριστος]], ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τρισκατάρατος]]<br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[δόλιος]], [[σατανικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάρατος]] «[[μισητός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>καταρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[κατάρατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισκατάρατος]], -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α<br />[[τρεις]] φορές [[καταραμένος]], [[επικατάρατος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίχριστος]], ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τρισκατάρατος]]<br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] [[δόλιος]], [[σατανικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατάρατος]] «[[μισητός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>καταρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παγ</i>-[[κατάρατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισκᾰτάρᾱτος:''' -ον, [[τρεῖς]] φορές [[καταραμένος]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγ-κατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.